Το τρισσόν αξίωμα του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού

2024-10-19
Η «Συνάντηση του Αβραάμ και του Μελχισεδέκ» είναι μια σκηνή που περιγράφεται στη Βίβλο, συγκεκριμένα στη Γένεση 14:18-20, και έχει θρησκευτική και συμβολική σημασία τόσο για τον Ιουδαϊσμό όσο και για τον Χριστιανισμό.
Η «Συνάντηση του Αβραάμ και του Μελχισεδέκ» είναι μια σκηνή που περιγράφεται στη Βίβλο, συγκεκριμένα στη Γένεση 14:18-20, και έχει θρησκευτική και συμβολική σημασία τόσο για τον Ιουδαϊσμό όσο και για τον Χριστιανισμό.

Όπως είδαμε σε προηγούμενο άρθρο, ο Ισραήλ κυβερνιόταν -μετά την εγκατάσταση στη γη Χαναάν- από τους Κριτές, ύστερα από τους βασιλείς και τέλος -από την Βαβυλώνια αιχμαλωσία μέχρι τον ενανθρώπηση του Λόγου- από τους αρχιερείς. Ιστορικά, οι βασιλείς της δυναστείας των Ασμοναίων κατείχαν και το αρχιερατικό αξίωμα . Ακόμα, ο μεγάλος προφητάναξ Δαβίδ κατείχε και το χάρισμα της προφητείας , όπως μαρτυρεί και ο τίτλος του.

Ωστόσο, ουδέποτε συγκεντρωθήκαν τα αξιώματα του βασιλέως, του προφήτου και τους αρχιερέως σε ένα πρόσωπο. Πάντοτέ ήταν διαιρεμένα -στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης - και πάντοτε αντιμαχόμενα. Για παράδειγμα, πολλοί από τους προφήτες προφήτευσαν κατά του Ισραήλ, του ιερατείου και των ασεβών βασιλέων, ως συνέπεια και εκδιώχθηκαν από τους ομοεθνείς τους.

Ο Λόγος, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ενανθρωπίστηκε προκειμένου να οδηγήσει το ανθρώπινο γένος στη Σωτηρία. Ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός συγκεντρώνει και τελειοποιεί στο πρόσωπο Του την ιστορία του εκλεκτού λαού . Αναλυτικότερα, ο Ιησούς Χριστός από την στιγμή της αφύσικης και μυστήριας σύλληψης Του στη μήτρα της Θεοτόκου, συγκεντρώνει τις ιδιότητες του Βασιλέως, του Προφήτου και του Αρχιερέως. Καθίσταται, δηλαδή, σαφές πως εκπληρωθήκαν οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης, πως ο Μεσσίας θα ήταν μέγας Προφήτης, ένδοξος Βασιλέας και αιώνιος Αρχιερέας. Αν και αδιαίρετα τα αξιώματα, η Αρχιερατική ιδιότητα Του αποτελεί το συνθετικό κρίκο για να επιτελέσει ο Σωτήρας την εξιλαστήριος θυσία Του υπέρ του ανθρώπου .

Προφητικό αξίωμα (Μέγας Προφήτης & Διδάσκαλος)

Οι Θεοδώρητοι και Θεοπρόβλητοι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης αγωνίστηκαν προκειμένου να μεταστρέψουν τον περιούσιο λαό στο δρόμο της Αλήθειας και της ορθοδοξίας. Επομένως, κύρια αποστολή των Προφητών υπήρξε η ερμηνεία του θελήματος του Υψίστου και, κατά δεύτερο λόγο, να κηρύξουν τα μελλούμενα .

Ο Ιησούς Χρίστος, στην Καινή Διαθήκη, ενανθρωπίστηκε προκειμένου να καταργήσει τα έργα, το κράτος και τον όλεθρο του διαβόλου . Άρα, το προφητικό αξίωμα του Λυτρωτού στόχο έχει να αποκαλύψει, να φωτίσει και να ενδυναμώσει τον δρόμο της Αλήθειας και, Αλήθεια είναι ο Χρίστος!

Όπως και οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, έτσι και ο Χριστός, στάλθηκε από τον Πατέρα Του για να ερμηνεύσει τις Γραφές, να κηρύξει τη μετάνοια και να θαυματουργήσει. Αναλυτικότερα, ο Κύριος δεν περιορίστηκε μονάχα σε ερμηνευτικό κήρυγμα επι των Γραφών, αλλά σχολίασε την πολιτική και κοινωνική κατάσταση του Ισραήλ, ασκεί κριτική στο ιερατείο και απαντά σε ερωτήματα των περαστικών. Συνοψίζοντας, ο προφητικός Του λόγος του χαρακτηρίζεται από εξαγγελίες, διδαχές, προτροπές και απειλές προς τον λαό, τους ιερείς και τους φαρισαίους.

Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικές και ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στον Προφήτη Χριστό και στους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Αρχικά, οι προφητικοί λόγοι των παλαιοδιαθηκικών προφητών ξεκινούν λέγοντας «Τάδε λέγει Κύριος τοῖς Ἰουδαίοις» ενώ ο Χριστός κηρύττει λέγοντας «αμήν λέγω υμίν». Άρα, οι προφήτες στην Π.Δ. ομιλούν εξ ονόματος του Θεού και κατά υπαγόρευση , ενώ το κήρυγμα του Ιησού Χριστού πηγάζει από την ουσία Του. Δηλαδή, ο Ίδιος είναι η Αλήθεια, η Σοφία, ο Λόγος ύπαρξης των πάντων και ο Θεός των Προφητών. Γνώριζε τα πάντα και αποκάλυπτε τα πάντα!

Σημαντικό είναι το γεγονός πως οι παλαιοί προφήτες κηρύττουν πίστη στον Θεό, ενώ ο Χριστός ζητούσε πιστή στον εαυτό Του και υπακοή στις διδαχές Του. Ακόμα, οι προφήτες την Παλαιάς Διαθήκης κηρύττουν κατά την διάρκεια της επίγειας ζωής τους, ενώ ο Ιησούς, ως αιώνιος Προφήτης, ομιλούσε, ομιλεί και θα ομιλεί μέχρι «τῆς συντέλειας τῶν αἰώνων» στο πλήρωμα της Αγίας Εκκλησίας Του. Μετά τον Κύριο δεν θα αποκαλυφθεί καινούργια αλήθεια, αλλά ο Παράκλητος θα οδηγήσει, τους πιστούς της Εκκλησίας, στο να κατανοήσουν την ενσαρκωμένη Αλήθεια.

Ο Ιησούς Χριστός αποδέχεται, όπως μαρτυρούν οι ευαγγελιστές, την ιδιότητα του Προφήτου. Πιο συγκεκριμένα, ως προφήτης καθοδήγησε τους μαθητές Του για το πως θα βρουν τον Όνο. Αξίζει να αναφερθούμε στο γεγονός πως αποκάλυψε γεγονότα που οι σύγχρονοι Του αγνοούσαν. Ακόμα, επιβεβαίωσε πως κανένας Προφήτης δεν γίνεται αποδεκτός στην Ιουδαία . Επιπρόσθετα, προβλέπει και το μαρτυρικό σταυρικό Του τέλος .

Οι παρευρισκόμενοι Ιουδαίοι Τον αναγνώρισαν ως Προφήτη και μερικοί τον θεώρησαν ως έναν από τους παλαιούς προφήτες που αναστήθηκε από τον Άδη. Ο Θεάνθρωπος, ακόμα, εμφανίζεται και ως αυθεντικός και απόλυτος Διδάσκαλος και πηγή της κάθε αλήθειας. Όπως λέγει και ο Ίδιος, δεν ήρθε να καταργήσει τον Μωσαϊκό νόμο, αλλά να τον συμπληρώσει, σταλμένος από τον Πατέρα Του να ώστε να κηρύξει την εγκαθίδρυση της νέας Βασιλείας Του .

Αρχιερατικό αξίωμα (Μέγας Αρχιερέας)

Ο Ιησούς Χριστός είναι ο Μέγιστος και Ιδανικότερος Αρχιερέας, καθώς θυσιάζει τον αναμάρτητο εαυτό Του για την σωτηρία της ανθρωπότητας, προκειμένου να συμφιλιώσει τη κτίση με τον Κτίστη. Ο Χριστός δεν αποδίδει στον εαυτό Του τον τίτλο του Ιερέως, καθώς το λειτούργημα αυτό ασκείται από τα μέλη της φυλής Λευΐ και σύμφωνα με τις διατάξεις του Λευιτικόν.

Μερικά από τα λατρευτικά καθήκοντα των λευιτικών ιερέων αποτελούν η τέλεση της λατρείας, η διακονία του Ναού και το κήρυγμα και ερμηνεία του θείου λόγου. Όμως, σημαντικότερη και ουσιαστικότερη αρμοδιότητα τους ήταν οι προσφορές και οι θυσίες ζωών προς τον Θεό με στόχο την συγχώρεση των αμαρτιών τους. Κατά αυτό τον τρόπο, οι ισραηλίτες φορτώνουν τις αμαρτίες τους στα ζώα και εκλιπαρούν για άφεση των αμαρτιών .

Οι όποιες θυσίες στην Παλαιά Διαθήκη αποτελούν προφητικό τύπο της σταυρικής εξιλαστήριος θυσίας του αναμάρτητος Σωτήρος προς τον Πατέρα Του, ως «λύτρον ἀντὶ πολλῶν». Ως Προφήτης προαναγγέλλει την, ως Αρχιερέας, σταυρική Του θυσία που θα επιτελέσει, με στόχο την κατάργηση του ολέθρου του Σατανά και την εξισορρόπηση των συνεπειών του αμαρτήματος του Αδάμ, δηλαδή τον θάνατο και την φθορά.

Ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι ταυτόχρονα τέλειος Θεός και τέλειος Άνθρωπος , όπως και δογμάτισε η 4η Αγία και Καθολική εν Χαλκηδόνα Σύνοδος. Η Αρχιερατική ιδιότητα του Κυρίου παρατηρείται στην ανθρώπινη φύση Του. Πιο συγκεκριμένα, στη μήτρα της Θεοτόκου – κατά τη σάρκωση- χρίζεται ως Αρχιερέας. Στο πρόσωπο του Χριστού, το Βασιλικό και το Αρχιερατικό αξίωμα είναι αναπόσπαστα ενωμένα, ως συνέπεια εμφανίζεται μια νέα μορφή ιεροσύνης.

Όπως περιγράφει ο Παύλος στην προς Εβραίους επιστολή , ο Χριστός αποτελεί «ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ». Ο Μελχισεδέκ -πρόσωπο του βιβλίου της Γενέσεως- παρουσιάζεται ως βασιλέας της Σαλήμ και ιερέας του Θεού, αποτελώντας τύπο Χριστού,  καθώς παρουσιάζεται ως απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος, αδιάδοχος βασιλέας και ιερέας. Ο Αβραάμ ευλογείται από τον Μελχισεδέκ και του προσφέρει το δέκατο από τα λάφυρα του, κατά αυτόν τον τρόπο ομολογείται πως ο Μελχισεδέκ είναι ανώτερος τόσο του Αβραάμ όσο και των ιερέων.

Στη συνείδηση του αρχαίου Ισραήλ κυριαρχούσε η άποψη πως οι βασιλείς προέρχονται από την φυλή του Ιούδα ενώ οι ιερείς από την φυλή του Λευΐ. Για τους Ιουδαίους ήταν αδιανόητη η όποια σύγχυση των αξιωμάτων του Χριστού, δηλαδή ήταν αδύνατον να υπάρξει ταυτόχρονα κάποιος και Βασιλέας και Ιερέας. Ο Παύλος τους απαντά πως ο Χριστός είναι αΐδιος Βασιλέας και εν χρόνω καθίσταται Ιερέας, ενώνοντας την ιεροσύνη με την βασιλεία.

Η Ιεροσύνη του Χριστού κατά την τάξη Μελχισεδέκ αναίρεσε την λευιτική ιεροσύνη κατά την τάξη Ααρών. Αναλυτικότερα, το αίμα των ζώων -ως άφεση αμαρτιών-αντικαθίσταται από την Θεία Ευχαριστία. Ο Αρχιερέας Χριστός, σε αντίθεση με τον Ααρών, εισήλθε μια φορά στα -Ουράνια- Άγια των Αγίων και χάρισε αιώνια λύτρωση λόγω της αναμαρτησίας Του. Οι Λευιτικοί ιερείς υπήρξαν άνθρωποι με ατέλειες, αμαρτία και θνησιμότητα ενώ ο Μέγας Αρχιερέας υπήρξε τέλειος, αναμάρτητος και αιώνιος, κατά συνέπεια και αδιάδοχος.

Τέλος, έχοντας ολοκληρώσει την επίγεια αποστολή Του, διαβεβαίωσε πως μέσω της εξιλαστήριας θυσίας Του η σωτηρία του ανθρωπίνου γένους μπορεί να επιτευχθεί. Το αρχιερατικό Του έργο συνεχίζεται αϊδίως στην εκ δεξιών Καθέδρα Του, μεσιτεύοντας για τους ανθρώπους. Με την Ενανθρώπιση και Θυσία του Σωτήρος ως Αρχιερέα, πραγματοποιείται η νέα συμφιλίωση μεταξύ του Θεού και της κτίσης, αγιάζοντας και ζωοποιώντας την δημιουργία. Ο Χριστός, μέσω της Θείας Κοινωνίας, απαλλάσσει τον Νέο Ισραήλ από την αμαρτία .

Βασιλικό αξίωμα (Μέγας Βασιλέας)

Ήδη από την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης, οι προφήτες προβλέπουν τον αναμμένο Μεσσία ως Βασιλέα και Κυρίαρχο του θρόνου Δαυίδ με αποστολή την εγκαθίδρυση μιας οικουμενικής, υπερεθνικής και ειρηνοποιού Βασιλείας. Ωστόσο, οι Ιουδαίοι, παρερμηνεύοντας τα λόγια των προφητών, προσδοκούσαν έναν ένδοξο, δυνατό και τρανό γήινο βασιλέα και αναστηλωτή του πάλαι ποτέ κραταιού βασιλείου του Ισραήλ και ελευθερωτή των Ιουδαίων.

Ο Θεάνθρωπος υπήρξε Βασιλέας με διαφορετικό τρόπο από την εγκόσμια Ιουδαϊκή πεποίθηση. Αναλυτικότερα, η βασίλεια Του είναι πνευματική – όχι εγκόσμια, η Εκκλησία. Ο θρόνος Του βρίσκεται στα δεξιά του Πατρός Του, στον Ουρανό. Επίσης, ως κυβερνήτης της Εκκλησίας την οδηγεί στο εσχατολογικό προορισμό της, προσφέρει οδό σωτηρίας και ζητά υπακοή στις διδαχές Του, θυσία υπέρ του Ιδίου και της Εκκλησίας Του .

Στην Καινή Διαθήκη κυριαρχεί και περιγράφεται το Βασιλικό αξίωμα του Χριστού. Αναλυτικότερα, ο Γαβριήλ προαναγγέλλει στην Θεοτόκο πως ο Υιός της θα είναι αιώνιος Βασιλέας. Μάλιστα, κατά την επίσκεψη των μάγων, τη στιγμή της γέννησης του Θείου Βρέφους, προσφέρουν και χρυσό, σύμβολο της βασιλικής Του ιδιότητας. Αξιοσημείωτο είναι πως κατά την είσοδο Του στην Ιερουσαλήμ, οι παραβρισκόμενοι Ιουδαίοι τον αναγνωρίζουν ως Βασιλέα του Ισραήλ.

Ο Χριστός, ωστόσο, κρατά επιφυλακτική στάση ως προς αποδοχή και υιοθέτηση του τίτλου του Βασίλως. Όταν, μάλιστα, θα αποδεχθεί τον τίτλο, θα θελήσει να τον απαλλάξει από κάθε παρερμηνεία. Αυτό οφείλεται στην επιρροή του ισχυρού Ιουδαϊκού εθνικισμού , που ερμήνευε τον Μεσσία ως έναν παντοδύναμο επίγειο βασιλέα που θα εκδιώξει τους Ρωμαίους, αποδίδοντας ελευθέρια στον Ισραήλ.

Ελάχιστο χρόνο πριν το Σταυρικό θάνατο Του και θυσία, μιλά στους Απόστολους Του για την -εσχατολογική - Βασιλεία. Στις διηγήσεις της Καινής Διαθήκης η Βασιλεία του Θεού παρουσιάζεται τόσο ως παροντική και επίγεια όσο και μελλοντική και επουράνια . Ακόμα, κατά την σύντομη συνομιλία Του με τον Ρωμαίο επίτροπο της Ιουδαίας, Πόντιο Πιλάτο, αποδέχεται έμμεσα το Βασιλικό Του αξίωμα και συμπληρώνει πως «ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» και ως Βασιλιάς συλλαμβάνεται ο Χρίστος, με την αιτιολογία ότι είναι εχθρός του Καίσαρος.

Οι νομοθετικές εξουσίες του Χριστού αποδεικνύουν και την Βασιλική Του ιδιότητα. Αναλυτικότερα, συμπλήρωσε και διόρθωσε τον Μωσαϊκό Νόμο, θέσπισε το νέο Ευαγγέλιο για την επίτευξη της Σωτήριας των ανθρώπων, νέα μυστήρια και θεσμούς εντός της Εκκλησίας. Ακόμα, χρίζει και επιλέγει τους Αποστόλους προκειμένου να διακονήσουν το Θέλημα Του και την Εκκλησία Του. Επιπρόσθετα, στην εν χρόνω πορεία του Ιησού Χριστού τα όποια θαύματα τελούνται και πηγάζουν δια μέσου της Βασιλικής Του ιδιότητας.

Παρ' όλα αυτά, νικηφόρος, θριαμβευτής και ανορθωτής Βασιλέας αναδεικνύεται -σε απόλυτο βαθμό- από το Πάθος, την Θυσία και την Ανάσταση Του. Όπως διδάσκει η Καθολική Εκκλησία, λόγω της Αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο ενσαρκώνεται ο Λόγος με στόχο την επαναφορά του κτιστού στη ζωοποιό σχέση με το άκτιστου όσο και να ελευθερωθεί η ανθρωπότητα από τις συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος .

Η ανίκητη και θεϊκή βασιλική Του δύναμη παρατηρείται και στην είσοδο Του στο κράτος του θανάτου, τον Άδη, απελευθερώνοντας τους αιχμάλωτους. Ωστόσο, ο Θάνατος δεν καταργήθηκε τότε, αλλά αποτελεί προαναγγελία -για την ανατολική χριστιανοσύνη- της τελικής και ολοκληρωτικής κατάργησης του στην Δευτερά Παρουσία του Κυρίου .

Η Ανάσταση, η Ανάληψη στον Ουρανό και η εκ δεξιών καθέδρα πραγματοποιούνται με την Βασιλική Του δύναμη. Ο Χριστός προϋπάρχει ως Βασιλέας και εξουσιαστής της κτίσης και θα διατηρεί το αξίωμα Του μέχρι και μετά του χρόνου, κατά την Δευτέρα Παρουσία Του. Μετά την κρίση ζώντων και νεκρών θα παραδώσει την Βασίλεια Του στον Πατέρα Του.

Βιβλιογραφία

  • «Αξίωμα, τρισσόν, του Χριστού», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 2ος, Αθήναι 1963, σσ. 1021-1024.
  • ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ Χ., Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, Αστήρ, Αθήναι 1956.
  • ΔΕΣΠΟΤΗΣ Σ., Ιερά Ευαγγέλια: το Μήνυμα της Καινής Διαθήκης στον Σύγχρονο Κόσμο, Έννοια, Αθήνα 2017.
  • ΕΥΔΟΚΙΜΟΦ Π., Η Ορθοδοξία, Ρηγόπουλος, χ.τ., 1972.

  • ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ Ν., Δογματική και Συμβολική Θεολογία ΄Β: Έκθεση της ορθόδοξης πίστης σε αντιπαράθεση με τη δυτική χριστιανοσύνη, Κυριακίδη, Τόμος 2ος, χ.τ, 2016.
  • ΚΑΛΑΝΤΖΑΚΗΣ Σ., Επίτομη εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη: μετά στοιχείων Θεολογίας, Γράφημα, Θεσσαλονίκη 2016.
  • ΠΟΠΟΒΙΤΣ Ι., Άνθρωπος και Θεάνθρωπος: Μελετήματα Ορθοδόξου Θεολογίας, Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2020.
  • ΠΟΥΡΤΣΟΥΚΛΗΣ Δ., (Μητροπολίτης Καισαριανής), Ιησούς Χριστός, Προφήτης- Διδάσκαλος, Αρχιερέας, Βασιλέας, Ιερά Μητρόπολής Καισαριανής,Καισαριανή, 2005.
  • ΣΚΟΥΤΕΡΗΣ Κ., Ιστορία Δογμάτων: Η ορθόδοξη δογματική διδασκαλία και οι νοθεύσεις της από τις αρχές του τετάρτου αιώνα μέχρι και την Τρίτη Οικουμενική Σύνοδο, Ιδιωτική,Αθήνα 2004.