Ωριγένης, από την επιδοκιμασία στην καταδίκη

Βίος και πολιτεία
Ο Ωριγένης γεννήθηκε, κατά πάσα πιθανότητά, στην Αλεξάνδρεια το 185 μ.Χ., από Έλληνες γονείς που ασπάστηκαν τον χριστιανισμό. Αυτό φανερώνεται από το γεγονός πως ο πατέρας του, Λεωνίδης, μαρτύρησε για την Αλήθεια της Εκκλησίας στο διωγμό του Σεπτιμίου Σεβήρου το 202 μ.Χ., που στρέφονταν κατά όσων είχαν αλλαξοπιστήσει. Ο Ωριγένης, ως συνέπεια των γεγονότων αυτών, βλέπει με ιδιαίτερη συμπάθεια ένα πιθανό μελλοντικό μαρτύριο του και ένα ασκητικό τρόπο ζωής του. Ανατράφηκε μέσα σε ένα χριστιανικό περιβάλλον, που ο πατέρας του, πιθανόν σε ρόλο γραμματοδιδασκάλου, του μετέδωσε τις αρετές και τις αξίες του Χριστιανισμού. Μάλιστα, ο πόθος του Ωριγένη για τη μελέτη και την βαθύτερη κατανόηση των Γράφων πρέπει να οφείλεται στην επιρροή του.
Ο Ωριγένης, από νεαρή ηλικία, φαίνεται πως παρακολουθούσε τακτικά μαθήματα του Κλήμη του Αλεξανδρέως, και σποραδικά του Πανταίνου. Με αυτό το τρόπο δικαιολογείται και η μετέπειτα γνωριμία του με τον Αλεξανδρείας Δημήτριο, αρχικά θαυμαστής και έπειτα εχθρός του. Η όποια περιουσία του πατέρα του δημεύθηκε, όπως και όλων το χριστιανών. Έτσι, ο Ωριγένης, η μητέρα του και τα έξι αδέρφια του έμειναν δίχως αυτάρκεια. Για καλή του τύχη, όμως, μια πλούσια γυναίκα της Αλεξάνδρειας τον παίρνει υπό την προστασία της. Του δόθηκε, έτσι, η δυνατότητα να σπουδάσει. Σημαντικό παράδειγμα της αφοσίωσης του στην Εκκλησία είναι πως δεν συναναστρεφόταν καθόλου με τον Πλούταρχο -θετό υιό της προστάτιδας του-, καθώς ήταν οπαδός κάποιας αίρεσης.
Ακόμη, μεταξύ των ετών 206 – 210 μ.Χ. εργάστηκε ως γραμματοδιδάσκαλος, μάλιστα είναι ο πρώτος χριστιανός που άσκησε αυτό το επάγγελμα, αλλά και ως κατηχητής. Την περίοδο του διωγμού είχε απαγορευτεί η λειτουργεία της κατηχητικής σχολής της Αλεξάνδρειας, με αποτέλεσμα να στραφούν οι ενδιαφερόμενοι προς ιδιωτική κατήχηση υπό των Ωριγένη. Λόγω του μεγάλου αριθμού των κατηχουμένων αναγκάστηκε να παραιτηθεί από γραμματοδιδάσκαλος, κάτι που τον οδήγησε στο να πουλήσει έργα κλασσικών που κατείχε έναντι τεσσάρων οβολών ημερησίως.
Επειδή υπήρχαν και γυναίκες παρακολουθούσαν τις διαλέξεις του Ωριγένη και δεν επιθυμούσε να πέσει σε σαρκικές απολαύσεις, για αυτό εφάρμοσε κατά γράμμα τα λόγια του Κυρίου περί ευνουχισμού:
[…] εἰσὶ γὰρ εὐνοῦχοι οἵτινες ἐκ κοιλίας μητρὸς ἐγεννήθησαν οὕτω. καὶ εἰσὶν εὐνοῦχοι οἵτινες εὐνουχίσθησαν ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων, καὶ εἰσὶν εὐνοῦχοι οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.[…] (Ματθ. 19.12)
Παρότι από τον ίδιον ακολουθήθηκε η μέθοδος της αλληγορικής προσέγγισης των Γράφων, αυτοευνουχίστηκε λαμβάνοντας τότε και τον έπαινο του Αλεξανδρείας Δημητρίου. Αργότερα, ο ίδιος μετάνιωσε για την πράξη του και περί του 232 μ.Χ. Ο οικείος επίσκοπος αναθεώρησε την αρχική γνώμη και τον καταδίκασε, για τους δικούς του λόγους.
Με την παύση του διωγμού του Σεπτιμίου Σεβήρου έναντι των χριστιανών και με την νόμιμη λειτουργεία της κατηχητικής σχολής της Αλεξάνδρειας, η κεφαλή της Αλεξανδρινής εκκλησίας, ο Δημήτριος, όρισε ως διευθυντή της τον Ωριγένη. Αυτός προχώρησε σε αναδιοργάνωση της σχολής που μάλιστα λόγω της επιστημονικής χροιάς που της έδωσε, ανυψώθηκε σε Θεολογική-Φιλοσοφική σχολή, με πλατωνικές τάσεις. Ως καθηγητής και διευθυντής παρέμεινε εκεί 28 χρόνια.
Το 212 μ.Χ. ο Ωριγένης, μετά την επιστροφή του από την Ρώμη, αποφάσισε να παρακολουθήσει μαθήματα φιλοσοφίας κοντά στον νεοπλατωνιστή, πρώην χριστιανό, Αμμώνιο Σακκά. Με τη συνεχή διεύρυνση των σπουδαστών του οδηγήθηκε στην απόφαση να διαιρέσει την Σχολή της Αλεξάνδρειας στο τμήμα των αρχάριων που το ανέλαβε ο πρώην μαθητής του Ηρακλάς και στο προχωρημένο που δίδασκε ο ίδιος. Ως αποτέλεσμα, είχε περισσότερο χρόνο για να αφιερωθεί στην φιλοσοφία αλλά και στην εκμάθηση της εβραϊκής γλώσσας, που ίσως είχε μερικές γνώσεις. Ο Ωριγένης θεωρούσε απαραίτητη την γνώση των εβραϊκών για τους ερμηνευτές της Παλαιάς Διαθήκης.
Η φήμη του αλεξανδρινού αυτού ανδρός εξαπλώνεται γρήγορα στην επαρχίες τις Ανατολής -και όχι μόνο- αναπτύσσοντας την Εκκλησία. Μετά το 211 επισκέπτεται την Αραβία, μετά από αλληλογραφία του Αλεξανδρείας Δημητρίου με τον εκεί Ρωμαίο έπαρχο. Όμως, λόγω της οργής που προκάλεσαν τα έργα του αναγκάστηκε να καταφεύγει στην Παλαιστίνη περί το 215 μ.Χ., μετά από καταστολή μιας εξέγερσης εναντίον του Καρακάλλα, όπου και τον υποδέχτηκαν θερμά οι Ιεροσολύμων Αλέξανδρος και Καισαρείας Θεόκτιστος. Αυτοί ενθαρρύνουν τον Ωριγένη να μιλήσει στους πιστούς μετά την θεία λειτουργία. Στην Αλεξανδρινή Εκκλησία δεν συνηθίζονταν λαϊκοί να κηρύσσουν τον θείο λόγο, και η πράξη αυτή του Ωριγένη προκάλεσε την οργή του Δημητρίου που τον ανακάλεσε στην Αλεξάνδρεια.
Ο Ωριγένης μεταβαίνει το 230 μ.Χ., μετά από πρόσκληση των κατά τόπους εκκλησιών στην Ελλάδα για να αντικρούσει τις αιρέσεις, επισκέπτεται την Αντιόχεια και εκεί οι θαυμαστές του Ιεροσολύμων Αλέξανδρος και Καισαρείας Θεόκτιστος τον χειροτονούν πρεσβύτερο. Ο Ωριγένης φαίνεται πως ποθούσε την ιεροσύνη αλλά ο ποιμήν του Δημήτριος δεν του την έδωσε ποτέ, καθώς να ανησυχούσε για μια πιθανή αύξηση της επιρροή του στην σχολή. Έπειτα, ο Δημήτριος με δυο συνοδικές πράξεις το 231 μ.Χ., του αφαίρεσε το δικαίωμα να διδάσκει στην Αίγυπτο και θεώρησε την χειροτονία του άκυρη. Οι λόγοι για τις αποφάσεις αυτές ήταν ο αυτοευνουχισμός και η χειροτονία σε ξένη εκκλησιαστική επαρχία. Ωστόσο, ο Ωριγένης είχε έρθει σε ρήξη με τον Δημήτριο ήδη για την πολιτική που ακολουθούσε στη σχολή, αλλά και για την θεωρία του περί τον ρόλο των επισκόπων. Εν τέλει, οι συνοδικές αποφάσεις, παρά την κοινοποίηση στις υπόλοιπες κατά τόπους εκκλησίες της Ανατολής, απορρίπτονται λόγω της μεγάλης εκτίμησης που έτρεφαν για τον Ωριγένη.
Ο Ωριγένης αναγκάζεται να εγκαταλείψει την Αλεξάνδρεια και καταφεύγει στην Καισάρεια, όπου και ιδρύει νέα σχολή με μαθήματα όπως Φυσική, Λογική, Διαλεκτική, Μαθηματικά, Ηθική, Θεολογία και Φιλοσοφία. Εκεί – πιο ώριμος- αυξάνει σημαντικά το συγγραφικό και παιδαγωγικό του έργο. Συνεχίζει την συγγραφική και διδακτική του πορεία μέχρι και το 250 μ.Χ., όπου και φυλακίζεται και βασανίζεται στο διωγμού του αυτοκράτορα Δεκίου. Μετά την απελευθερώσει του πεθαίνει -λόγω του ασκητικού βίου και της εξάντλησης των δυνάμεων του- το 253/254 μ.Χ. στην Τύρο της Φοινίκης, όπου και αναπαύτηκε.
Καταδίκη
Παρά το γεγονός πως ο Ωριγένης πέθανε το 254 μ.Χ., η φιλοσοφία του παρέμεινε ζωντανή για αιώνες δια μέσου των υποστηρικτών του. Οι ωριγενιστικές έριδες προκάλεσαν αναστάτωση στην Εκκλησία μέχρι και την Βασιλεία του μονοφυσίτη Ιουστινιανού. Η 5η Οικουμενική Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη καταδίκασε τις θεωρίες του Ωριγένη, που είχε απαγγείλει η ενδημούσα σύνοδος το 543 μ.Χ.. Η Σύνοδος αναθεμάτισε 25 φορές τους Ωριγενιστές, αλλά χωρίς να αναγράφεται το όνομα του ίδιου του Ωριγένη.
Συγγραφική παραγωγή
Τα πιθανά συγγραφικά έργα του Ωριγένη ξεκινούν από 2000 μέχρι και στο υπερφιλόδοξο των 8000. Η τεράστια συγραφικότητα του οφείλεται στο γεγονός πως κατά την διαμονή του στην Καισάρεια, ο μαθητής του Αμβρόσιος ο εκ Αλεξανδρείας αναλαμβάνει την έκδοση των συγγραμμάτων του. Ήδη από το 218 μ.Χ. είχε ξεκινήσει την συγγραφή του δια ταχυγράφου. Δραστηριοποιήθηκε ιδιαιτέρα στην ερμηνεία της Αγίας Γραφής, που την ερμήνευσε σχεδόν όλη. Ο ίδιος -βαθιά επηρεασμένος από τον Πλάτωνα- ακολούθησε την αλληγορική ερμηνεία των Γραφών. Θεωρούσε πως σε αυτήν υπάρχουν τριπλές έννοιες: σαρκική, πνευματική, ψυχική. Δυστυχώς, ελάχιστα από τα έργα του διασώζονται- και τα περισσότερα μεταφρασμένα στα λατινικά.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
«Ωριγένης», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 12ος, Αθήναι 1965, σ. 578.
«Ωριγένης», Παγκόσμιο βιογραφικό λεξικό, τόμος 9ος, Αθήνα 1991, σ. 493.
Αραμπατζής Χ., Θέματα Εκκλησιαστικής Γραμματολογίας και Πατερικής Ερμηνευτικής, Ostracon Publishing, Θεσσαλονίκη 2014.
Κονιδάρης Γ., Γενική Εκκλησιαστική Ιστορία (2η εκδ.), ιδιωτική, Αθήναι 1957.
Παπαδόπουλος Σ., Μεγάλοι Σταθμοί της Θεολογίας: Πατέρες Της Εκκλησίας, Γρηγόρη, Αθήνα 2011.
Πηγή εικόνας: readreflectwrite.com
Το παρόν άρθρο αποτελεί απόσπασμα από εργασία του συντάκτη.