Αλεξανδρινή και Αντιοχειανή θεολογία

Η Αλεξανδρινή και Αντιοχειανή θεολογία αντιπροσωπεύουν δύο διαφορετικές παραδόσεις θεολογικής σκέψης στον χώρο του χριστιανισμού, καθένα με τα χαρακτηριστικά του, που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια των πρώτων αιώνων του Χριστιανισμού, εξ επιρροής της πλατωνικής και αριστοτελικής φιλοσοφίας.
Αλεξανδρινή Σχολή
Η Αλεξανδρινή σχολή ιδρύθηκε στα ελληνιστικά χρόνια. Η Αλεξάνδρεια, την συγκεκριμένη εποχή, ήταν το σταυροδρόμι τριών μεγάλων πολιτισμών (Ελληνικού, Ιουδαϊκού και Ανατολικού) και πολλών θρησκευτικών και φιλοσοφικών τάσεων. Ήταν η γενέτειρα του Γνωστικισμού, ο οποίος πίστευε πως η γνώση οδηγεί στην σωτηρία.
Η άποψη αυτή θα επηρεάσει τον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα, ο οποίος προσπάθησε να καταδείξει την αξία της γνώσης, δημιουργώντας έναν χριστιανικό γνωστικισμό. Μάλιστα, όπως γράφει ο ίδιος, θα προτιμούσε την γνώση, από την σωτηρία (αν ήταν χωριστές). Πίστευε ότι η γνώση συμβάλει στην κατανόηση της πίστης και συνεισφέρει στην ανάπτυξη της ψυχικής και πνευματικής ζωής.
Ιδρυτής της σχολής θεωρείται ο Πάνταινος και διάδοχος του ο Κλήμης. Οι Αλεξανδρινοί θεολόγοι δεν θεωρούσαν την ελληνική φιλοσοφία ως απειλή ή ξένη για τον χριστιανισμό, αλλά θεραπαινίδα του. Ως συνέπεια, ο χριστιανισμός χρειάζεται εμπλουτισμό από φιλοσοφικά στοιχεία. Η Αλεξανδρινή σχολή επιδίωκε τη συμφιλίωση της χριστιανικής διδασκαλίας με την ελληνική φιλοσοφία, ειδικά της νεοπλατωνικής σκέψης.
Η Αλεξανδρινή θεολογία, σε μεγάλο βαθμό, είχε επηρεαστεί από τον Πλάτωνα και την αλληγορία. Παράλληλα, εκφραζόταν μέσω της αλληγορίας, μιας μεθόδου ερμηνείας που υποστηρίζει ότι η Βίβλος περιέχει κρυμμένες σημασίες πέρα από τον επιφανειακό τους νόημα. Η χρήση της αλληγορίας επέτρεπε στους θεολόγους της Αλεξανδρινής παράδοσης να ερμηνεύουν τα κείμενα με βάση βαθύτερες, συμβολικές σημασίες, προσφέροντας μια ερμηνευτική διάσταση που ξεπερνά τον επιφανειακό λόγο.
Σημαντικό πρόσωπο θεωρείται και ο Ωριγένης, διευθυντής της Κατηχητικής σχολής της Αλεξάνδρειας, ο οποίος προσπάθησε να συνδυάσει τη χριστιανική πίστη με τη φιλοσοφία, ειδικά της Πλατωνικής παράδοσης.
Αντιοχειανή Σχολή
Με τον όρο Αντιοχειανή σχολή δηλώνουμε τις θεολογικές και ερμηνευτικές τάσεις του αντειοχειανού χώρου, οι οποίες δεν αναπτυχθήκαν σε συγκεκριμένη σχολή, όπως αυτή της Αλεξάνδρειας. Ο όρος συμβατικά γίνεται δεκτός. Η «σχολή» διαμορφώνεται σταδιακά από τον β΄ αιώνα, με τον Ιγνάτιο, Θεόφιλο και Σεραπίων Αντιοχείας. Με την αντιοχειανή σχολή παρατηρείται ανάπτυξη της Θεολογίας με αριστοτελικά χαρακτηριστικά.
Οι θεολόγοι αυτής της σχολής, κατά κύριο λόγο, πίστευαν πως το χάσμα μεταξύ Θεού και ανθρώπων είναι αγεφύρωτο. Επίσης, δεν διακρίνουν την φύση από την υπόσταση. Ακόμα, προτιμούν την ιστορικογραμματική μέθοδο ερμηνείας της Βίβλου. Αναλυτικότερα, αναλύουν σε βάθος και πλάτος τα ιστορικά, κοινωνικά κ.λπ. στοιχεία του κειμένου. Κατά αυτόν τον τρόπο, οι Αντιοχειανοί θεολόγοι χαρακτηρίζονται ως ρεαλιστές, εν αντιθέσει με τους αλληγορικούς αλεξανδρινούς.
Η αριστοτελική επιρροή στη θεολογία των Αντιοχειανών αντανακλά την προσπάθειά τους να συνδυάσουν την Χριστιανική πίστη με τα φιλοσοφικά στοιχεία του Αριστοτέλη. Στην προσέγγισή τους, οι Αντιοχειανοί θεολόγοι έδιναν έμφαση στη φυσική τάξη και στη λογική.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Αραμπατζής Χ., Θέματα Εκκλησιαστικής Γραμματολογίας και Πατερικής Ερμηνευτικής, Ostracon Publishing, Θεσσαλονίκη 2014.
Παπαδόπουλος Σ., Μεγάλοι Σταθμοί της Θεολογίας: Πατέρες Της Εκκλησίας, Γρηγόρη, Αθήνα 2011.
Φειδάς Βλ., Εκκλησιαστική Ιστορία (4η εκδ.), ιδιωτική, τόμος 1ος , Αθήνα 2015.
Κουκουτσάς Β & Βαλαής Δ., Θέματα εκκλησιαστικής ιστορίας, τόμος 1ος, Μπαρμπουνάκη, Θεσσαλονίκη 2011.